διστοιχίαση

διστοιχίαση
η
η έκφυση και δεύτερης σειράς βλεφαρίδων, οι οποίες στρέφονται προς τον οφθαλμό και ερεθίζουν τον επιπεφυκότα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διστιχία — η (AM διστιχία) η διστοιχίαση αρχ. 1. διπλή σειρά ή γραμμή 2. δίστιχο* 3. δεύτερος φορολογικός κατάλογος …   Dictionary of Greek

  • διστιχίασις — διστιχίασις, η (Α) η διστοιχίαση …   Dictionary of Greek

  • διτριχιώ — διτριχιῶ ( άω) (Α) πάσχω από διστοιχίαση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”